Περιγραφή
Είναι γεγραμμένες στις συνειδήσεις όλων των ασχολούμενων με την ιστορία της ψυχανάλυσης οι έντονες διαφωνίες και αμφισβητήσεις που είχε ο Σαντόρ Φερέντσι (Sandor Ferenczi) και στη συνέχεια ο Όττο Ρανκ (Otto Rank) με τον Σίγκμουντ Φροϋντ (Sigmund Freud). Σ` αυτό τον Τόμο, όπου αυτοί οι δύο σημαντικοί πυλώνες της ψυχαναλυτικής σκέψης έγραψαν από κοινού, δεν υπάρχει καμία άμεση αναφορά αυτών των διαφορών τους. Παρουσιάζοντας την συνεργασία τους στο ψυχαναλυτικό συνέδριο του Βερολίνου το 1922 θέτουν ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα για την ψυχανάλυση, την σχέση θεωρίας και πράξης καθώς και την άποψή τους για την μελλοντική εξέλιξη των ψυχαναλυτικών πραγμάτων. Γι` αυτό το λόγο, τα πλούσια και τόσο συνοπτικά κείμενά τους που παρουσιάζονται εδώ ως ένας ενιαίος τόμος, έχουν τεράστια ψυχαναλυτική αξία από άποψη παιδαγωγική, ιστορική και ψυχοθεραπευτική. Το έργο αυτό κάνει μία πραγματικά ταχεία αναδρομή σε ολόκληρο το ιστορικό φάσμα της ψυχανάλυσης του Freud χωρίς να εξαιρείται τίποτα από τις μεγάλες ψυχαναλυτικές έννοιες τις οποίες περιέγραψε ο `δάσκαλος`. Από την ύπνωση ως τους ελεύθερους συνειρμούς και από την μεταβίβαση ως την αντιμεταβίβαση και το ψυχαναλυτικό βίωμα τα πάντα ρέουν με υπέροχη άνεση επειδή οι πρωταγωνιστές τα έζησαν από πρώτο χέρι και ξέρουν ακριβώς σε τι αναφέρονται. Σίγουρα η διαφωνία όταν προέρχεται από την προσωπική συμμετοχή στα τεκταινόμενα έχει διαφορετική βαρύτητα για τον αναγνώστη απ` ότι μία στεγνή θεωρητική κριτική. Έτσι αν και είναι σαφές ότι η ερμηνεία την οποία δίνουν οι συγγραφείς στη διασύνδεση των ψυχαναλυτικών εννοιών μεταξύ τους και η συσχέτιση που κάνουν με τη θεωρία και την τεχνική δεν είναι ψυχαναλυτική, με την κλασική έννοια του όρου, εν τούτοις είναι το απαύγασμα μιας βαθύτατης γνώσης και εμπειρίας. […]
Οι Ferenczi και Rank διαισθητικά ήσαν ενήμεροι αυτής της ανάγκης η οποία προφανώς τους αφορούσε προσωπικά. Παρά την εκτενή χρήση του όρου `ψυχανάλυση` την οποίαν κάνουν, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι από πρακτική άποψη συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε με αυτή τους την εργασία, μεταξύ πολλών άλλων, να ξεκινήσει ένας άκρως παραγωγικός διάλογος για την σχέση που υπάρχει μεταξύ `ψυχανάλυσης` και `ψυχοθεραπείας`. Πράγματι, η σημασία αυτού του έργου, όπως προανέφερα, είναι πολλαπλή και η εμφάνιση αυτού του βιβλίου στον Ελληνικό χώρο είναι χρησιμότατη για κάθε κλινικό αλλά και για κάθε σπουδαστή της ψυχανάλυσης και της ψυχοθεραπείας. Μέσα από αυτό μπορεί κανείς να διαπιστώσει την στενή συνάφεια των κλασικών ψυχαναλυτικών θέσεων και να εντοπίσει τις διαφορές τους από ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που δημιουργήθησαν στην ιστορική διαδρομή της ψυχανάλυσης και έχουν δημιουργήσει προβληματισμούς που ακόμη περιμένουν μία απάντηση.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]